αὐτοπροσώπως

αὐτοπροσώπως
αὐτοπρόσωπος
in one's own person
adverbial
αὐτοπρόσωπος
in one's own person
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αυτάγγελος — αὐτάγγελος, ον (Α) 1. αυτός που αναγγέλλει αυτοπροσώπως κάτι για τον εαυτό του 2. εκείνος που φέρνει αγγελίες ως αυτόπτης μάρτυρας …   Dictionary of Greek

  • αυτεπιστατώ — (AM αὐτεπιστατῶ, έω) επιστατώ αυτοπροσώπως …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”